- κυνώπις
- κυνώπις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. κυνώπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνῶπις — κυνώπης dog eyed fem nom sg κυνῶπις dog eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κυνῶπιν — κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδα — κυνώ̱πιδα , κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδες — κυνώ̱πιδες , κυνώπης dog eyed fem nom/voc pl κυνῶπις dog eyed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδι — κυνώ̱πιδι , κυνώπης dog eyed fem dat sg κυνῶπις dog eyed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδος — κυνώ̱πιδος , κυνώπης dog eyed fem gen sg κυνῶπις dog eyed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)